Προς τον Νομικό εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση C 74/06



ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΜΠΟΡΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Καλλιθέα,     27/2/2007
 ΠΡΟΣ:
ΝΟΜΙΚΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ Ε.Ε.
ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ Δ.Ε.Κ.: C-74/06
Ko Τριανταφύλλου
  
ΑΦΟΡΑ:        “ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΕ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΧΡΕΩΣΗΣ ΕΜΠΟΡΟΥ-ΕΙΣΑΓΩΓΕΑ ΑΥΤ/ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ AITHΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑΣ Ε.Ε. ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ Δ.Ε.Κ. C-74/06”
 
Κύριε Τριανταφύλλου,
Προς απόλυτη τεκμηρίωση των όσων ισχυρίστηκα στην προηγούμενη επιστολή μου για τα της παράνομης υπερφορολόγησης από πλευράς Ευρ. Νομοθεσίας στην εισαγωγή επιβατικών οχημάτων από χώρες της Ε.Ε. (δηλ.: παραβίαση των δεδομένων της Απόφασης ΔΕΚ στην Υπόθεση C-393/98), θέτω υπόψη σας μια αντιπροσωπευτικότατη περίπτωση χρέωσης μη επιτρεπτού κατά την Ευρ. Νομοθεσία πληρωτέου ποσού έναντι Τέλους Ταξινόμησης, όπως έλαβε χώρα εις βάρος του εμπόρου-εισαγωγέα, κου ΓΚΥΝΤΕΡ ΣΕΦΕΛ, με έδρα εντός Ελλάδος (ΒΟΛΟΣ). Συγκεκριμένα, η υπερχρέωση αλλά και όλο το προβληματικό πλαίσιο της διαδικασίας ταξινόμησης, διαμορφώνεται ως εξής:
1.    Οι φορολογητέες Αξίες που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τη χρέωση Τέλους Ταξινόμησης στο όχημα του επισυναπτόμενου υποδείγματος ήταν και είναι ακόμα μη προσβάσιμες προ της εισαγωγής στον ίδιο ή άλλο έμπορο-εισαγωγέα. Ο έμπορος έλαβε γνώση για τις φορολογητέες Αξίες μόνον κατά τη στιγμή του εκτελωνισμού! Σημαντικό είναι να αναφερθεί επίσης το γεγονός, ότι το τιμολόγιο συναλλαγής δεν θεωρείται φορολογητέα αξία (κατά τον Ν.2960/2001), αν είναι μικρότερο της τιμής τιμοκαταλόγου χονδρικής του έλληνα Αντιπροσώπου Εισαγωγής του Σήματος, όπως αυτή έχει κατατεθεί σε αρμόδια Υπηρεσία του Υπ. Οικονομικών. Έστω, η πρόσβαση σε αυτές τις αξίες τιμοκαταλόγου χονδρικής, που είναι αναγκαίο να επιτρέπεται, προκειμένου να λάβει γνώση ο έμπορος-εισαγωγέας για το τελικό κόστος χονδρικής (άσχετα με το Τιμολόγιο συναλλαγής που διαθέτει ο ίδιος), δεν επιτρέπεται προκαταβολικά με βάση παράνομες αιτιάσεις και ισχυρισμούς των Υπηρεσιών του Υπ. Οικονομικών που τις διαθέτουν.
2.    Επιβλήθηκε, τόσο αρχικά, όσο και εκ των υστέρων, Τέλος Ταξινόμησης που δεν προέκυψε από την κλίμακα απαξιώσεων του Ν.2960/2001 (άρθρο 126, παρ. 1.α.), αλλά από κλίμακες προσαύξησης της κατά το προηγούμενο άρθρο μειωμένης φορολογητέας αξίας, που απαντώνται στο άρθρο 121 του ίδιου Νόμου. Παράγεται δηλαδή, μεν, η όποια απαξιωμένη τιμή φόρου κατανάλωσης με την κλίμακα απαξιώσεων του άρθρου 126, πολλαπλασιάζεται, δε, η τελευταία με τα ποσοστά της παρ. 2, του άρθρου 121 (αν ανήκει το όχημα στις περιπτώσεις “β” ή “γ” ή “δ” της παραγράφου), έτσι ώστε ο τελικά πληρωτέος φόρος να είναι πάντοτε πολλαπλάσιος του εναπομείναντα φόρου κατά το λεκτικό της ενάγουσας στην Υπόθεση C-74/06.
3.    Στην περίπτωση του εδώ αναφερόμενου εμπόρου, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, έλαβε χώρα χρέωση των λεγόμενων “έξτρα” αξιών, που αφορούν σε διαμόρφωση πληρωτέου φόρου ανάλογα με τη συμπερίληψη ή όχι ορισμένων αξεσουάρ στο εν λόγω όχημα. Κανόνες καταλογισμού επιπλέον χρεώσεων, λόγω της ύπαρξης “αξεσουάρ” στο συγκεκριμένο μοντέλο, πέραν του ότι δεν προβλέπονται σαφώς στη Νομοθεσία (Ν.2960/2001), δεν είναι έστω αντικειμενικά εξαγόμενοι με κάποιο κριτήριο σε κάθε Τελωνειακή Υπηρεσία της χώρας, έστω από ανακοίνωση των αρμοδίων Υπηρεσιών, έτσι ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί πάλι ορθά το κόστος χονδρικής από τον έμπορο.
4.    Προεξόφληση του Τέλους Ταξινόμησης έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση του επισυναπτόμενου παραδείγματος, προ της λιανικής πώλησης, είτε ληφθεί υπόψη το αρχικό, είτε το εκ των υστέρων ανακοινούμενο ποσό επιβάρυνσης του Εμπόρου.
5.    Δεν ορίστηκε εξαρχής το ποσό του εναπομείναντα φόρου κατανάλωσης, κατά το λεκτικό της ενάγουσας στην Υπόθεση C-74/06, παρά το ότι η εν λόγω υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου είναι γνωστή και αναφέρεται στο κείμενο σχετικού με την υποτιθέμενη συμμόρφωση στα δεδομένα της C-393/98 Ελληνικού Νόμου (Ν.3156/2003). Η ανακοίνωση που επισυνάπτεται όφειλε να λάβει υπόψη της το γεγονός και να διορθώσει έστω και με καθυστέρηση ατοπήματα που αφορούν στην εν λόγω παράλειψη.
6.    Πέραν των παραπάνω, λόγω της εκ των υστέρων ακύρωσης μιας έστω ευνοϊκής για τον έμπορο αρχικά διαμορφωμένης Τελωνειακής οφειλής, λαμβάνουν χώρα και περαιτέρω άνομες καταστάσεις εις βάρος του εμπόρου-εισαγωγέα, ακόμα και με βάση το Ελληνικό Δίκαιο, ως εξής:
Α. Η Τελωνειακή Υπηρεσία επέβαλε οφειλή χωρίς να έχει αποδειχθεί πλαστότητα ή μη εγκυρότητα των ήδη κατατεθειμένων από τον έμπορο πιστοποιητικών προκειμένου για την αρχική ταξινόμηση, όπως αναφέρεται σε σχετική παράγραφο, στα πλαίσια αναφοράς του υπογράφοντος προς αρμόδια ελεγκτική Υπηρεσία του “Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης”, του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον Ιαν του 2007.
Β. Τα εν λόγω πιστοποιητικά και οποιαδήποτε άλλα σχετικά με την ταξινόμηση του οχήματος έγγραφα που αρχικά κατατέθηκαν και εκ των υστέρων κρίνονται με προφάσεις “ακατάλληλα”, κρίθηκαν αρχικώς αποδεκτά από τους υπαλλήλους της αρμόδιας για την ταξινόμηση Νομαρχίας. Το γεγονός αυτό, όμως, έχει αποδεχθεί ως τεκμήριο υπέρ του Εισαγωγέα σε σχετική αντιδικία το Ελληνικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, όπως αναφέρεται σε ανάλογες Αποφάσεις του, και δηλώνεται σε σχετική παράγραφο, στα πλαίσια αναφοράς του υπογράφοντος προς αρμόδια ελεγκτική Υπηρεσία του “Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης”, του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον Ιαν του 2007.
Γ. Η Τελωνειακή Υπηρεσία καταλόγισε οφειλή χωρίς να αναφέρει με τρόπο σαφή και κατηγορηματικό το υποτιθέμενο “παράπτωμα-παράλειψη” που κατά την κρίση της έχει διαπραχθεί, όπως αναφέρεται σε σχετική παράγραφο, στα πλαίσια αναφοράς του υπογράφοντος προς αρμόδια ελεγκτική Υπηρεσία του “Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης”, του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον Ιαν του 2007.
Δ. Η εκ νέου κατάταξη του οχήματος σε Οδηγία(=Φορολογική κλίμακα ποσοστιαίας επιβάρυνσης) έγινε με μέθοδο που δεν λαμβάνει υπόψη τις τιμές ρύπων της έγκρισης τύπου του εν λόγω οχήματος (σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση: 31949/2725/98, συνοδευτική του Ν.2960/2001), γεγονός που κρίθηκε οριστικά μη αποδεκτό από τη Νομική Υπηρεσία του αρμόδιου Υφυπουργού Μεταφορών (κου Νεράντζη), κατόπιν διαλόγου με τον ΣΕΕΑΕ.
Ε. Η Τελωνειακή Υπηρεσία οφείλει να κατέχει τεκμήρια ορθής διαδικασίας κατά το Διοικητικό Δίκαιο, σύμφωνα με την οποία διαβιβάστηκε υπηρεσιακά προς έλεγχο από αρμόδια Τεχνική Υπηρεσία του Δημοσίου η συνημμένη περίπτωση του εμπόρου, αναγνωρίζοντας όντως αποδεκτά σφάλματα, για τα οποία φέρει προσωπικά ευθύνη. Εξ’ όσων γνωρίζω, δεν διαθέτει ανάλογο τεχνικό κλιμάκιο καμία  Τελωνειακή Υπηρεσία στη χώρα σχετικά με τους ελέγχους αυτούς και για το λόγο αυτό δεν έγινε και καμία επίκληση διαβιβαστικού εγγράφου στο θέμα.

 
Συμπερασματικά, εκτυλίσσεται μπροστά σας ένα χάος παραβάσεων και παράνομων χειραγωγήσεων εις βάρος του συγκεκριμένου εμπόρου αλλά και όλων των συναδέλφων του, το οποίο είναι ανάγκη να στηλιτευτεί συνολικά στο Δ.Ε.Κ. με πρωτοβουλία σας. Όλα τα προαναφερθέντα συντείνουν στο να επιβαρύνεται δυσανάλογα η εισαγωγή μεταχειρισμένων επιβατικών οχημάτων από χώρες της Ε.Ε., παραβιάζοντας όχι μόνο τα δεδομένα της C-393/98 αλλά και αυτά της C-375/95 (διακριτική μεταχείριση των εγχώριων κυκλοφορούντων σε σχέση με τα εισαγόμενα από χώρες της Ε.Ε. όμοια επιβατικά).
 
Παραμένω στη διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω πληροφορία και διευκρίνιση.
 

Με τιμή

Σαραντίδης Ευάγγελος
    Γενικός Δ/ντής ΣΕΕΑΕ
Για να δείτε το πρωτότυπο έγγραφο, πατήστε εδώ